κατανωτίζομαι

κατανωτίζομαι
κατανωτίζομαι (AM)
βάζω κάτι στην πλάτη μου και τό μεταφέρω («τήν συνήθη παρδαλέην κατανωτισάμενος», Νικ. Χων.)
αρχ.
στρέφω προς κάποιον τα νώτα μου, περιφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + νωτίζομαι (μέση φ. τού νωτίζω «στρέφω τα νώτα μου»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατανωτισαμένου — κατανωτίζομαι carry on one s back aor part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανωτισάμεναι — κατανωτίζομαι carry on one s back aor part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανωτισάμενοι — κατανωτίζομαι carry on one s back aor part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανωτισάμενος — κατανωτίζομαι carry on one s back aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανωτίζεσθαι — κατανωτίζομαι carry on one s back pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανωτίζεται — κατανωτίζομαι carry on one s back pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανωτίσασθαι — κατανωτίζομαι carry on one s back aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανωτίσωνται — κατανωτίζομαι carry on one s back aor subj mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανωτιστής — κατανωτιστής, ὁ (Α) [κατανωτίζομαι] αυτός που περιφρονεί κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”