- κατανωτίζομαι
- κατανωτίζομαι (AM)βάζω κάτι στην πλάτη μου και τό μεταφέρω («τήν συνήθη παρδαλέην κατανωτισάμενος», Νικ. Χων.)αρχ.στρέφω προς κάποιον τα νώτα μου, περιφρονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + νωτίζομαι (μέση φ. τού νωτίζω «στρέφω τα νώτα μου»)].
Dictionary of Greek. 2013.